- μετατρέπω
- (ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω)1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο τού σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ)2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν μετατραπεῑν», Πίνδ.)νεοελλ.-μσν.(το μέσ.) μετατρέπομαιαλλάζω προς το χειρότερομσν.1. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, ιδέες ή πίστη2. αλλάζω γνώμη, μετανιώνω3. φρ. «μετατρέπομαι πρὸς ὕπνον» — κοιμάμαι4. (σχετικά με εξουσία ή κατοχή) ανατρέπω, καταλύω5. (το μέσ.) στρέφομαι σε κάτι άλλοαρχ.(το μέσ.) α) στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω («θάμβησεν δ' Αχιλλεύς, μετά δ' ἐτράπετ'»Ομ. Ιλ.)β) φροντίζω για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + τρέπωο τ. μετατέρπομαι με αναγραμματισμό].
Dictionary of Greek. 2013.